- καθωμιλημένως
- καθωμῑλημένως , καθομιλέωconciliate by daily intercourseperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθωμιλημένως — (Μ) επίρρ. με τη γλώσσα που μιλάει ο λαός, κατά τη λαϊκή γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθ ωμιλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. καθομιλῶ] … Dictionary of Greek